- ἐξεδίκασαν
- ἐκδικάζωdecideaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδικάζω — (AM ἐκδικάζω) διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.) αρχ. 1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου 2. κατηγορώ 3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση … Dictionary of Greek